καθομολογώ — (Α καθομολογῶ, έω) αναγνωρίζω ανεπιφύλακτα, παραδέχομαι, ομολογώ («καὶ ὅρα, ὦ Κρίτων, ταῡτα καθομολογῶν, ὅπως μὴ παρὰ δόξαν ὁμολογῆς», Πλάτ.) αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) συγκατατίθεμαι, υπόσχομαι («καθομολογήσας ἡμῑν πίστιν δοῡναι ἐν ακροπόλει»,… … Dictionary of Greek
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
καθομολογία — η (Α καθομολογία) [καθομολογώ] δέσμευση, αποδοχή, καθομολόγηση … Dictionary of Greek
καθομολόγηση — η 1. ανεπιφύλακτη αποδοχή, δόσιμο όρκου 2. φρ. α) «καθομολόγηση πίστεως» υπόσχεση πίστεως β) «καθομολόγηση ιατρού» ο όρκος που δίνεται από πτυχιούχο τής ιατρικής, με τον οποίο αυτός ομολογεί πίστη και αφοσίωση στην ιπποκρατική δεοντολογία γ)… … Dictionary of Greek